Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τυρηνίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυρηνίς — ίδος, ἡ, Α είδος περσικού εμπλάστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. περσ. προέλευσης] … Dictionary of Greek